- προπάλαιος
- προπάλαιοςvery oldmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προπάλαιος — ον, ΜΑ πολύ παλαιός, παμπάλαιος μσν. ο παλιότερος σε σύγκριση με κάποιον άλλο … Dictionary of Greek
προπάλαιον — προπάλαιος very old masc/fem acc sg προπάλαιος very old neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπαλαίου — προπάλαιος very old masc/fem/neut gen sg προπαλαιόω keep till old pres imperat act 2nd sg προπαλαιόω keep till old imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπαλαίῳ — προπάλαιος very old masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπάλαιοι — προπάλαιος very old masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη … Dictionary of Greek